Τα μαλλιά μου πάντα ήταν ένα πρόβλημα για κάποιον.
Για την μαμά μου που έπρεπε να τα χτενίσει,
Για την κομμώτρια που έπρεπε να τα κουρέψει
Για την κυρία που καθόταν πίσω μου στο σινεμά Για την τύπισσα που χόρευε δίπλα μου στο κατάμεστο μπαρ
Για τον έρωτα που κοιμάται πλάι μου τα βράδια
Για τις χτένες που έσπασα προσπαθόντας να τις κάνω να ταιριάξουν σε αυτά.
Για τον υδραυλικό που ήρθε να ξεβουλώσει τους σωλήνες του ντουζ-πάλι.
Για όλα τα λαστιχάκια που διαλύονταν στην προσπάθεια τους να τα κρατήσουν σε ένα μέρος.
Για μένα
Που κάθε μέρα ζω μαζί τους
και κανείς δεν μου ‘μαθε πως να τα αγαπήσω
Για χρόνια προσπάθησα να τα χωρέσω σ’ έναν κόσμο που δεν πετάνε τούφες
Να τα κόψω όσο πιο πολύ γίνεται, λες και ήτανε βραχνάς.
Προσπάθησα να ασχολούμαι όσο το δυνατόν λιγότερο με “τρίχες”
Μια μέρα κάποιος μου έδωσε μια χτένα που δούλευε
και κάποιος άλλος μια κρέμα που τα έκανε πιο απαλά
και κάποια ζευγάρια χέρια τα έπλεξαν σε παχιές πλεξούδες σαν εκείνες μιας γοργόνας
Και τότε αποφάσισαν-σαν να ‘χαν πια δική τους θέληση- να πιάσουν χώρο
Να ξεβολέψουν τον διπλανό, τον πίσω, τον ξένο, τον γνωστό
Διάλεξαν άλλα λαστιχάκια, εκείνα που μοιάζουν σαν να ‘χουν φτιαχτεί μόνο για να κρατάνε εκείνα.
Δεν τηγάνιζαν τον εαυτό τους για να γίνουν ίσια
Η αυθεντικότητα τους, αναπηδούσε, καθώς βάδιζα στον δρόμο.
Και ξαφνικά δεν ήταν μόνο τρίχες
Ξαφνικά
ήμουν
εγώ
08.08.2024

Leave a comment